- χνούδισμα
- το, Ν [χνουδίζω]αφαίρεση τού χνουδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χνούδισμα — το, ατος η αφαίρεση του χνουδιού, ξεχνούδισμα, απόσπαση του χνουδιού από το πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χνούδιασμα — το, Ν [χνουδιάζω] 1. ο σχηματισμός χνουδιού σε μία επιφάνεια 2. χνούδισμα … Dictionary of Greek